- ερασμιακός
- -ή, -όεσφαλμένη γραφή τού ερασμικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερασμιακός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Έρασμο: Ερασμιακή προφορά. 2. οπαδός του Έρασμου, αυτός που δέχεται τη θεωρία του για την προφορά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας: Ερασμιακός φιλόλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερασμικός — ή, ό 1. (για την προφορά τής Αρχ. Ελληνικής) αυτός που ακολουθεί τη θεωρία τού Ολλανδού φιλολόγου Εράσμου 2. οπαδός τής απόψεως τού Εράσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Έρασμος + ικός (και όχι ιακός, απ’ όπου δημιουργήθηκε ο εσφ. τ. ερασμιακός) πρβλ. βενιζελ ικός,… … Dictionary of Greek